οὐθάτιος

οὐθάτιος

οὐθάτιος, zum Euter gehörig, bes. volle Euter habend, stuchtbar, strotzend, ἐκ δὲ γάλακτος ϑηλὴ ἀεὶ μαστοῠ πλήϑεται οὐϑατίου, Crinag. 22 (IX, 430).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ουθάτιος — οὐθάτιος, ία, ον (Α) [ούθαρ, ατος] αυτός που αναφέρεται στο ούθαρ* («μαστοῡ οὐθατίου», Ανθ. Παλ.) …   Dictionary of Greek

  • οὐθατίου — οὐθάτιος of the udder masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ουθατόεις — οὐθατόεις, εσσα, εν (Α) 1. ουθάτιος* 2. μτφ. γόνιμος, παραγωγικός, καρποφόρος («χθόνα πάντων τροφὸν οὐθατόεσσαν», Ορφ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖθαρ, ατος «μαστός» + κατάλ. όεις*] …   Dictionary of Greek

  • υπουθάτιος — ία, ον, Α ὑπομάζιος*. αυτός που θηλάζει ακόμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + οὐθάτιος «αυτός που αναφέρεται στον μαστό» (< οὖθαρ, ατος «μαστός»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”