- παρα-νοσφίζομαι
παρα-νοσφίζομαι, heimlich entfernen, rauben, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρα-νοσφίζομαι, heimlich entfernen, rauben, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρενοσφίζετο — παρά νοσφίζομαι imperf ind mp 3rd sg παρά νοσφίζω turn away imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρενοσφίζοντο — παρά νοσφίζομαι imperf ind mp 3rd pl παρά νοσφίζω turn away imperf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)