- οὐθατόεις
οὐθατόεις, εσσα, εν, = οὐϑάτιος; μαζός, Nic. Al. 90; Orph. Arg. 191. 696; γαῖα, Opp. Cyn. 2, 148.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οὐθατόεις, εσσα, εν, = οὐϑάτιος; μαζός, Nic. Al. 90; Orph. Arg. 191. 696; γαῖα, Opp. Cyn. 2, 148.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ουθατόεις — οὐθατόεις, εσσα, εν (Α) 1. ουθάτιος* 2. μτφ. γόνιμος, παραγωγικός, καρποφόρος («χθόνα πάντων τροφὸν οὐθατόεσσαν», Ορφ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖθαρ, ατος «μαστός» + κατάλ. όεις*] … Dictionary of Greek
οὐθατόεντα — οὐθατόεις fruitful neut nom/voc/acc pl οὐθατόεις fruitful masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐθατοέσσης — οὐθατόεις fruitful fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐθατόεσσα — οὐθατόεις fruitful fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐθατόεσσαν — οὐθατόεις fruitful fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐθατοέσσας — οὐθατοέσσᾱς , οὐθατόεις fruitful fem acc pl οὐθατοέσσᾱς , οὐθατόεις fruitful fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)