- οὐνομάζω
οὐνομάζω, = ὀνομάζω, Her.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οὐνομάζω, = ὀνομάζω, Her.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ουνομάζω — οὐνομάζω (Α) ιων. τ. βλ. ονομάζω … Dictionary of Greek
ονομάζω — (Α ὀνομάζω, αιολ. και δωρ. τ. ὀνυμάζω, ιων. τ. οὐνομάζω) [όνομα] 1. φωνάζω, καλώ κάποιον με το όνομά του 2. δίνω όνομα σε κάποιον ή σε κάτι, ονοματίζω 3. αναφέρω ονομαστικά, κατονομάζω 4. χαρακτηρίζω κάποιον (α. «τόν ονόμασε κλέφτη» β. «Θαλῆς εἷς … Dictionary of Greek