- οὐνομαστός
οὐνομαστός, ion. = ὀνομαίνω, ὀνομαστός, Her. 2, 178. 4, 47.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οὐνομαστός, ion. = ὀνομαίνω, ὀνομαστός, Her. 2, 178. 4, 47.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ουνομαστός — οὐνομαστός, ή, όν (Α) ιων. τ. βλ. ονομαστός … Dictionary of Greek
ονομαστός — ή, ό (Α ὀνομαστός και ιων. τ. οὐνομαστός και αιολ. και δωρ. τ. ὀνυμαστός, ή, όν) [ονομάζω] αυτός που το όνομά του είναι γνωστό, αυτός που έχει φήμη, φημισμένος, περιώνυμος, ξακουστός αρχ. 1. αυτός που μπορεί ή είναι άξιος να ονομάζεται 2. (το ουδ … Dictionary of Greek