οὐδ-έτερος

οὐδ-έτερος

οὐδ-έτερος, auch nicht einer von beiden, d. i. keiner von beiden, neuter; Hes. Th. 638 Sc. 171; Her. 1, 51, u. im plur., 3, 16; οὐδέτερος ὁ βίος ἔμοιγε τούτων αἱρετός, Plat. Phil. 21 e, öfter; οὐδέτερα wie ἀμφότερα adverbial, Theact. 184 a Polit. 258 a. Bei den Grammatikern τὸ οὐδέτερον, sc. γένος, genus neutrum. – Οὐδ' ἕτερος ist nachdrücklicher, auch nicht einer von beiden. – Sp. haben auch, wie οὐϑείς, οὐϑέτερος gesagt.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • έτερος — έρα, ο (ΑΜ ἕτερος, έρα, ον Α και δωρ. ἅτερος και αιολ. ἄτερος και ιων. οὕτερος και μτγν. θάτερος) 1. (αντ. επιμερ.) άλλος 2. διαφορετικός, αλλιώτικος 3. (με άρθρο) ο έτερος ο ένας από τους δύο («ο έτερος τών κατηγορουμένων») 4. φρ. α) «αφ ετέρου» …   Dictionary of Greek

  • μηδέτερος — α, ον (Α μηδέτερος, δωρ. τ. μηδάτερος, έρα, ον) (αόρ. αντων.) ούτε ο ένας ούτε ο άλλος, κανείς από τους δύο («δέχεσθε δὲ ἀμφοτέρους φίλους, ἐπὶ πολέμω δὲ μηδετέρους», Θουκ.). επίρρ... μηδετέρως (Α) ούτε με τον έναν ούτε με τον άλλο τρόπο, ούτε… …   Dictionary of Greek

  • ο — (I) ) ὅ (Α) (αρσ. τής αναφ. αντων., αντί ὅς) βλ. ος, η, ο. (II) ὅ (Α) (ουδ. τής αναφ. αντων.) βλ. ος, η, ο. (III) ὄ ὄ ὄ (Α) σχετλιαστικό επιφώνημα. η, το (ΑΜ ὁ, ἡ τό, Α δωρ. τ. θηλ. ἁ) Ι. ΚΛΙΣΗ: Α (στον εν.) 1. (γεν. τού, τής, τού (τοῡ, τῆς, τοῡ) …   Dictionary of Greek

  • ουδέτερος — η, ο (ΑΜ οὐδέτερος, έρα, ον, Α και οὐθέτερος, έρα, ον) (αόρ. αντων.) 1. ούτε ο ένας ούτε ο άλλος, κανένας από τους δύο (α. «οὐ γὰρ δι ἔχθρας οὐδετέρῳ γενήσομαι», Αριστοφ. β. «οὐδέ τις ἦν ἔριδυς χαλεπῆς λύσις... οὐδετέροις», Ησίοδ.) 2. το ουδ. ως… …   Dictionary of Greek

  • παρέρχομαι — ΝΜΑ 1. (για χρόνο ή σε αναφορά με αυτόν) περνώ, φεύγω, κυλώ (α. «κι αν παρήλθον οι χρόνοι εκείνοι...» β. «έπεὰν δὲ παρέλθωσιν αἱ ἑβδομήκοντα ἡμέραι», Ηρόδ.) 2. (για γεγονότα ή καταστάσεις) περνώ και χάνομαι, εξουδετερώνομαι, δεν υπάρχω πια (α.… …   Dictionary of Greek

  • σκιόεις — και σκιάεις, εσσα, εν, και τ. ουδ. σκιόειν, Α 1. σκιερός 2. σκοτεινός («μνηστῆρες δ ὁμάδησαν ἀνὰ μέγαρα σκιόεντα», Ομ. Οδ.) 3. αυτός που ρίχνει σκιά πάνω σε κάτι, που καλύπτει κάτι με σκιά («τὴν ἕτερος ῥίπτασκε ποτὶ νέφεα σκιόεντα», Ομ. Οδ.) 4.… …   Dictionary of Greek

  • ένας — (I) ἔνας και δωρ. τ. ἔνος (Α) την τρίτη ημέρα, μεθαύριο. (II) μία και μια, ένα και εις, μία, εν (AM εἷς, μία, ἕν, Μ και ἕνας, μία, ἕνα) 1. αριθμητικό που εκφράζει την έννοια τής μονάδας («εἷς βασιλεύς», Ομ.) 2. συχνά με έμφαση («πιστεύω εἰς ἕνα… …   Dictionary of Greek

  • κυώ — κυῶ, έω (Α) 1. έχω στην κοιλιά μου, εγκυμονώ, είμαι έγκυος («ἡ δ ἐκύει φίλον υἱόν», Ομ. Ιλ.) 2. μένω έγκυος, συλλαμβάνω («κατακλίνεταί τε παρ αὐτῷ καὶ ἐκύησε τὸν Ἔρωτα», Πλάτ.) 3. (για καρπό) διαμορφώνομαι, σχηματίζομαι («ἔχει δὲ ἅμα καὶ τὸν νέον …   Dictionary of Greek

  • ούτερος — οὕτερος, ουδ. τοὔτερον (Α) ιων. τ. ο έτερος …   Dictionary of Greek

  • sem-2 —     sem 2     English meaning: one     Deutsche Übersetzung: “eins” and “in eins zusammen, einheitlich, samt, with”     Material: 1. With vor dominant Zahlwortbedeutung “eins”: Arm. mi “eins” (*sm ii̯os); Gk. εἷς, ἕν, μία (*sems, *sem, *sm iǝ),… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”