οὐατόεις

οὐατόεις

οὐατόεις, εσσα, εν, = Vorigem, οὐατόεντα λαγων, mit langen Ohren, Mel. 120 (VII, 207).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ουατόεις — οὐατόεις, εσσα, εν (Α) 1. αυτός που έχει μακριά αφτιά 2. μτφ. αυτός που έχει δύο λαβές οι οποίες μοιάζουν με αφτιά 3. (για δένδρο) αυτός που έχει κλαδιά τα οποία κλίνουν προς τα κάτω 4. (κατά τον Ησύχ.) «οὐατόεν ὦτα ἔχον. καὶ ὅπερ ἔχει… …   Dictionary of Greek

  • οὐατόεις — long eared masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐατόεν — οὐατόεις long eared masc voc sg οὐατόεις long eared neut nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐατόεντα — οὐατόεις long eared neut nom/voc/acc pl οὐατόεις long eared masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐατόεντι — οὐατόεις long eared masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐατόεσσα — οὐατόεις long eared fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐατοέσσας — οὐατοέσσᾱς , οὐατόεις long eared fem acc pl οὐατοέσσᾱς , οὐατόεις long eared fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ους — το (ΑΜ οὖς, ὠτός, Α επικ. τ. και οὖας, οὔατος, και δωρ. τ. ὦς) 1. μέλος τού σώματος, όργανο τής ακοής, το αφτί (α. «αἲ γὰρ δή μοι ἀπ οὔατος ὧδε γένοιτο», Ομ. Ιλ. β. «καὶ ἀφεῑλεν αὐτοῡ τὸ οὖς τὸ δεξιόν», ΚΔ) 2. (συνεκδ. με ρ. σε φρ.) η αίσθηση τής …   Dictionary of Greek

  • ωτώεις — εσσα, εν, Α (ποιητ. τ.) αυτός που έχει λαβές, χερούλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς*, ὠτός «αφτί», επικ. τ. τού οὐατόεις*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”