οὐτήτειρα, ἔχιδνα, die verwundende, Antp. Sid. 105 (VII, 172).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ουτήτειρα — οὐτήτειρα, ἡ (Α) αυτή που πληγώνει. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐτάω «πληγώνω» + επίθημα τειρα (πρβλ. γενέ τειρα)] … Dictionary of Greek
οὐτήτειρα — she who wounds fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)