- οὐράδιον
οὐράδιον, τό, dim. von οὐρά, Draco p. 13, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οὐράδιον, τό, dim. von οὐρά, Draco p. 13, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οὐράδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐραδίων — οὐράδιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουπί — Κομμάτι ξύλου διαμορφωμένο κατά τέτοιον τρόπο ώστε να χρησιμεύει για την πρόωση σκάφους με τη χρησιμοποίηση της μυϊκής δύναμης του ανθρώπου. Το κ. είναι μοχλός δεύτερου είδους, στον οποίο και η δύναμη και η αντίσταση εφαρμόζονται αντίστοιχα στη… … Dictionary of Greek
ουράδι — το (Μ οὐράδιον) [ουρά] μικρή ουρά, ουρίτσα νεοελλ. ναυτ. κουπί προσδεδεμένο στην πρύμνη βάρκας ή άλλου πλοιαρίου, το οποίο κινεί ελικοειδώς ο χειριστής του για την προώθηση τού σκάφους, αλλ. γουργούλα … Dictionary of Greek