- οὐρ-άγιος
οὐρ-άγιος, ὁ, = οὐραγός, emend. Brunck bei Asclpds. 6 (XII, 162).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οὐρ-άγιος, ὁ, = οὐραγός, emend. Brunck bei Asclpds. 6 (XII, 162).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Θάρα — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από τη φυλή του Σημ και ήταν πατέρας του Αβραάμ, του Ναχώρ και του Αρράν. Μετοίκησε μαζί με τον Αβραάμ από την Ουρ της Χαλδαίας στη Χαρά της Μεσοποταμίας, όπου πέθανε. Είναι γνωστός κυρίως ως Θ. ο… … Dictionary of Greek
Νάος — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek
ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek