- οὐρο-δόχη
οὐρο-δόχη, ἡ, Uringefäß, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οὐρο-δόχη, ἡ, Uringefäß, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κριοδόχη — κριοδόχη, ἡ (Α) το ξύλινο πλαίσιο τού πολιορκητικού κριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κριός + δόχη (< δέχομαι), πρβλ. καπνο δόχη, ουρο δόχη] … Dictionary of Greek
οβελοδόχη — η εγκοπή στα παλαιότερων εποχών τυφέκια όπου προσαρμόζεται ο οβελός, δηλ. η ράβδος εσωτερικού καθαρισμού ή γόμωσης τού όπλου. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πλάστηκε προς απόδοση τού γαλλ. porte baguette < ὀβελός + δόχη (< δέχομαι), πρβλ. καπνο δόχη, ουρο… … Dictionary of Greek