οὐρηρός

οὐρηρός

οὐρηρός, zum Urin gehörig, ἀγγεῖον, Nachtgeschirr, Uringefäß, Schol. Ar. Vesp. 807 Erklärung von ἀμίς.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ουρηρός — οὐρηρός, ά, όν (Α) (συν. για αγγείο) ο κατάλληλος για ούρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐρῶ + κατάλ. ηρός (πρβλ. νοσ ηρός)] …   Dictionary of Greek

  • οὐρηρόν — οὐρηρός urinary masc acc sg οὐρηρός urinary neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐρηροῦ — οὐρηρός urinary masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”