οὐρανο-γνώμων

οὐρανο-γνώμων

οὐρανο-γνώμων, ον, himmelskundig, Luc. Icarom. 5.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ουρανογνώμων — οὐρανογνώμων, ον (Α) αυτός που γνωρίζει πολύ καλά τα σχετικά με τον ουρανό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο* + γνώμων (< γνώμη < γιγνώσκω), πρβλ. υδρο γνώμων] …   Dictionary of Greek

  • φυσιογνώμων — όγνωμον, και, για μετρικούς λόγους, φυσιγνώμων, ίγνωμον Α αυτός που διατυπώνει κρίσεις για τον χαρακτήρα ενός ανθρώπου μετά από μελέτη τών εξωτερικών του γνωρισμάτων, φυσιογνωμιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυσιο (για τη μορφή βλ. λ. φύση) + γνώμων (<… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”