- οὐρανο-φοίτης
οὐρανο-φοίτης, ὁ, = Folgdm, Suid. Erkl. von οὐρανοβάμων.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οὐρανο-φοίτης, ὁ, = Folgdm, Suid. Erkl. von οὐρανοβάμων.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φοίτης — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ὁ κῆρυξ». [ΕΤΥΜΟΛ. < φοιτῶ. Ο τ. έχει πιθ. προέλθει κατ απόσπαση από τα σύνθ. σε φοίτης (πρβλ. οὐρανο φοίτης)] … Dictionary of Greek
ουρανοφοίτης — οὐρανοφοίτης, ὁ (ΑΜ) αυτός που πορεύεται στον ουρανό, ουρανοβάμων («τοὺς οὐρανοφοίτας ἀποστόλους», Ευστ. Πον.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο * + φοίτης (< φοιτώ), πρβλ. ορει φοίτης] … Dictionary of Greek
Θρακοφοίτης — Θρᾳκοφοίτης, ὁ (Α) αυτός που πηγαίνει συχνά στη Θράκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < Θρᾴκη + φοιτης < φοιτώ (πρβλ. ουρανο φοίτης, υψι φοίτης)] … Dictionary of Greek
Λιβυφοίτης — Λιβυφοίτης, ὁ (Α) αυτός που επισκέπτεται συχνά τη Λιβύη. [ΕΤΥΜΟΛ. < Λιβύη + φοίτης (< φοιτῶ), πρβλ. ορει φοίτης, ουρανο φοίτης)] … Dictionary of Greek
λαμπροφοίτης — λαμπροφοίτης, ου, ό (Α) (για τον ήλιο) αυτός που εμφανίζεται με λαμπρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπρός + φοίτης (< φοιτώ), πρβλ. ορο φοίτης, ουρανο φοίτης]· … Dictionary of Greek
ορειφοίτης — ὀρειφοίτης και ὀροιφοίτης, ὁ (Α) (κατά το λεξ. Σούδα) «ὁ ἐν ὄρει φοιτῶν», αυτός που συχνάζει στα όρη, που περιτρέχει τα όρη («ὀρειφοίτης Διόνυσος», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει / ὀροι (βλ. λ. όρος [II]) + φοίτης (< φοιτῶ «συχνάζω»), πρβλ.… … Dictionary of Greek
υψιφοίτης — ὁ, Α 1. αυτός που πορεύεται στα ύψη, ὑψίπορος* 2. μτφ. υψηλόφρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + φοίτης (< φοιτῶ «συχνάζω»), πρβλ. οὐρανο φοίτης] … Dictionary of Greek
φοιτώ — φοιτῶ, άω και ιων. τ. έω, ΝΜΑ 1. συχνάζω 2. πηγαίνω σε σχολείο, παρακολουθώ μαθήματα (α. «φοίτησε σε μια από τις καλύτερες σχολές χορού» β. «φοιτᾶν... παρὰ τὸν Σωκράτην», Πλάτ.) νεοελλ. (ειδικά) είμαι φοιτητής, σπουδάζω σε ανώτατο ή ανώτερο… … Dictionary of Greek