οὐρανο-στεγής

οὐρανο-στεγής

οὐρανο-στεγής, ές, den Himmel bedeckend od. haltend, ἆϑλον, Aesch. frg. 293.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ουρανοστεγής — οὐρανοστεγής, ές (Α) φρ. «οὐρανοστεγής ἆθλος» ο άθλος τού να υποβαστάζει κανείς τον ουρανό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο * + στεγής (< στέγη), πρβλ. λιθο στεγής] …   Dictionary of Greek

  • ευστεγής — εὐστεγής, ές (Α) στεγασμένος καλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στεγής (< στέγος (το) «σκεπή»), πρβλ. λιθο στεγής, ουρανο στεγής] …   Dictionary of Greek

  • λιθοστεγής — λιθοστεγής, ές (Α) ο στεγασμένος με λίθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + στεγής (< στέγη < στέγω), πρβλ. ξυλο στεγής, ουρανο στεγής] …   Dictionary of Greek

  • υδασιστεγής — ές, Α (ποιητ. τ.) αυτός που εμποδίζει την εισροή νερού, υδατοστεγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδασι, δοτ. πληθ. τής λ. ὕδωρ, ὕδατος + στέγης (< στέγος < στέγω), πρβλ. ουρανο στεγής] …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Μιστράς — I Βυζαντινή πολιτεία της Πελοποννήσου, έξι χιλιόμετρα ΒΔ της Σπάρτης, ερειπωμένη σήμερα, η οποία στάθηκε στο προσκήνιο της ιστορίας για δύο αιώνες και τα ερείπιά της αποτελούν πολύτιμη πηγή για τη γνώση της ιστορίας, της τέχνης και του πολιτισμού …   Dictionary of Greek

  • κίονας — Ένα από τα κύρια στοιχεία των απλών ορθοστατικών κατασκευών. Μπορεί να έχει διάφορες μορφές και διαστάσεις, αλλά γενικά αποτελείται από τρία μέρη, τη βάση, τον κορμό και το κιονόκρανο (εκτός από τον δωρικό κ., ο οποίος δεν έχει ιδιαίτερη βάση).… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Σαμοθράκης — Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Σαμοθράκης βρίσκεται πάνω στον πλακόστρωτο δρόμο που οδηγεί στον αρχαιολογικό χώρο της Παλιάπολης Σαμοθράκης. Το μουσείο θεμελιώθηκε το 1939, άνοιξε όμως τις πύλες του στο κοινό το 1955. Φιλοξενεί τα ευρήματα από τις… …   Dictionary of Greek

  • Κρεμλίνο — (ρωσ. Kreml). Το κεντρικό οχυρωμένο τμήμα των ρωσικών πόλεων της φεουδαρχικής περιόδου, αντίστοιχο των ακροπόλεων των αρχαίων ελληνικών πόλεων. Συνήθως βρισκόταν σε υπερυψωμένο σημείο και συχνά στην όχθη ενός ποταμού ή μιας λίμνης. Το Κ.… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”