οὐρανό-φοιτος

οὐρανό-φοιτος

οὐρανό-φοιτος, an dem, du Reh den Himmel wandelnd, Or. bei Lyd. de mens. 3, 7.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ουρανόφοιτος — οὐρανόφοιτος, ον (Α) αυτός που πορεύεται διά μέσου τού ουρανού ή αυτός που υψώνεται ώς τον ουρανό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο * + φοιτος (< φοιτῶ), πρβλ. αερό φοιτος] …   Dictionary of Greek

  • ονειρόφοιτος — ὀνειρόφοιτος, ον (Α) (προσωνυμία αιγυπτιακού θεού) αυτός που επισκέπτεται τους λάτρεις του κατά τη διάρκεια τού ύπνου, στα όνειρά τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνειρος + φοιτος (< φοιτῶ), ουρανό φοιτος] …   Dictionary of Greek

  • φοιτώ — φοιτῶ, άω και ιων. τ. έω, ΝΜΑ 1. συχνάζω 2. πηγαίνω σε σχολείο, παρακολουθώ μαθήματα (α. «φοίτησε σε μια από τις καλύτερες σχολές χορού» β. «φοιτᾶν... παρὰ τὸν Σωκράτην», Πλάτ.) νεοελλ. (ειδικά) είμαι φοιτητής, σπουδάζω σε ανώτατο ή ανώτερο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”