- οὐρεσι-βώτης
οὐρεσι-βώτης p. = ὀρεσιβώτης, auf den Bergen weidend; χῶρος, im Gebirge nährend, Soph. Phil. 1133.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οὐρεσι-βώτης p. = ὀρεσιβώτης, auf den Bergen weidend; χῶρος, im Gebirge nährend, Soph. Phil. 1133.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ουρεσιβώτης — οὐρεσιβώτης, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) αυτός που βόσκει στα όρη («θηρῶν, οὓς ὅδ ἔχει χῶρος οὐρεσιβώτας», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. οὔρεσι τού οὖρος εος (V), ιων. τ. τού όρος (ΙΙ) + βώτης (< βόσκω), πρβλ. ιππο βώτης] … Dictionary of Greek