- οὐραχός
οὐραχός, ὁ, der Urinleiter im Nabel des ungebornen Kindes, Hippocr. S. auch οὐρακός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οὐραχός, ὁ, der Urinleiter im Nabel des ungebornen Kindes, Hippocr. S. auch οὐρακός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οὐραχός — urachus masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ουραχός — ο (Α οὐραχός) νεοελλ. ανατ. το ενδοκοιλιακό εξωπεριτοναϊκό τμήμα τού αλαντοειδούς πόρου στο έμβρυο, το οποίο πριν από τον τοκετό μεταπλάσσεται σε μέσο ομφαλοκυστικό σύνδεσμο αρχ. 1. ο αγωγός τών ούρων στο έμβρυο 2. το κορυφαίο άκρο τής καρδιάς 3 … Dictionary of Greek
οὐραχοῦ — οὐραχός urachus masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐραχούς — οὐραχός urachus masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐραχῷ — οὐραχός urachus masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐραχόν — οὐραχός urachus masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηπίαχος — νηπίαχος, ον (Α) 1. νηπιώδης 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ νηπίαχος το νήπιο 3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) νηπίαχα με παιδαριώδη τρόπο, ανόητα («νηπίαχα φρονέων», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. εκφραστικός τ. τού νήπιος + κατάλ. αχος (πρβλ. στόμαχος: στόμα,… … Dictionary of Greek
ουρίαχος — οὐρίαχος, ὁ (Α) 1. το πίσω σιδερένιο άκρο τού δόρατος 2. το τμήμα τής κεφαλής βέλους που στερεώνεται στην άτρακτο 3. πιθ. το στέλεχος κηροστάτη 4. τμήμα κουπιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐρά. Ο τ. αποτελεί πιθ. εκτεταμένη για μετρικούς λόγους μορφή τού… … Dictionary of Greek
ουραγός — ο (Α οὐραγός) 1. ο αρχηγός τής ουραγίας, τής οπισθοφυλακής 2. ο τελευταίος σε σειρά ή σε κατάταξη νεοελλ. 1. στρ. υπαξιωματικός που τοποθετείται τελευταίος σε τμήμα το οποίο βρίσκεται σε πορεία 2. ναυτ. το τελευταίο πλοίο σχηματισμού ή νηοπομπής… … Dictionary of Greek
ουραχοειδής — οὐραχοειδής, ές (Α) ο όμοιος με τον ουραχό. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐραχός + ειδής*] … Dictionary of Greek
στόμαχος — ο, ΝΜΑ σακοειδής διεύρυνση τού πεπτικού σωλήνα τών ζώων, μεταξύ τού οισοφάγου και τού λεπτού εντέρου, στο εμπρόσθιο συνήθως τμήμα τής κοιλιάς, που χρησιμεύει κυρίως ως προσωρινός δέκτης προς αποθήκευση και μηχανική σε ορισμένα ζώα αλλά και σε… … Dictionary of Greek