- λαῖδος
λαῖδος, τό, = λῇδος, leichtes, dünnes Kleid, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαῖδος, τό, = λῇδος, leichtes, dünnes Kleid, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Λαίδος — Λαίς fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαίδος — λᾱίδος , ληίς booty fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λᾶιδος — λᾷδος , λῆδος a cheap common dress neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
LAIS — meretrix nobilissima, quae quaestûs gratiâ ex Sicilia, ubi nata fuit, Corint hum sese contulit. Ad hanc propter insignem pulchritudinem potentissimi quicumque ex omni Graecia conveniebant, nec quispiam admirtebatur, nisi qui dabat quod poposcerat … Hofmann J. Lexicon universale
μιξόθροος — μιξόθροος, ον (Α) αναμεμιγμένος με βοή, με φωνές («λαΐδος ὀλλυμένας μιξοθρόου», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο) τού μίγνυμι* / μείγνυμι + θροος (αττ. τ. τού θροῦς + θρέομαι «φωνάζω»), πρβλ. λιπό θροος] … Dictionary of Greek
λαίδα — λᾱίδᾱ , λᾶιδος a cheap common dress neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) λᾱίδα , ληίς booty fem acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)