λαῖτμα

λαῖτμα

λαῖτμα, τό (ΛΑΩ, λαιμός), der Meeresschlund, die Tiefe, νηυσὶπεποιϑότεςλαῖτμα μέγ' ἐκπερόωσι, Od. 7, 35, öfter; ἁλὸς ἐς μέγα λαῖτμα, Il. 19, 267; auch sp. D., wie διεξάϊξε αἰετὸς ἃς μέγα λαῖτμα, Theocr. 13, 24. Vgl. Schol. Ap. Rh. 1, 1299. Uebertr., ἐξέχεεν μέγα λαῖτμα νιφετοῖο, von der Rede, Tryph. 119.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λαίτμα — λαῑτμα, ατος, τὸ (Α) 1. βάθος, άβυσσος τής θάλασσας, βυθός («τόν... πολιῆς ἁλὸς ἐς μέγα λαῑτμα ῤῑψ ἐπιδινήσας, βόσιν ἰχθύων», Ομ. Ιλ.) 2. θαλάσσιο πέρασμα 3. πέλαγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λαῖ τμα ανάγεται στο θ. τής λ. λαιμός και εμφανίζει επίθημα μα με …   Dictionary of Greek

  • λαῖτμα — depth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαίτα — λαῑτα (Α) (κατά τον Ησύχ.) «πέλτη». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. λαῖτμα «βυθός τής θάλασσας»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”