- λίθεος
λίθεος, dasselbe, βηλός, Il. 23, 202, ἱστοί, Od. 13, 107.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λίθεος, dasselbe, βηλός, Il. 23, 202, ἱστοί, Od. 13, 107.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λίθεος — λίθεος, έα, ον (Α) [λίθος] λίθινος … Dictionary of Greek
λίθεος — of stone masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθέου — λίθεος of stone masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθέῳ — λίθεος of stone masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίθεοι — λίθεος of stone masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθέα — λιθέᾱ , λίθεος of stone fem nom/voc/acc dual λιθέᾱ , λίθεος of stone fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθέας — λιθέᾱς , λίθεος of stone fem acc pl λιθέᾱς , λίθεος of stone fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλεος — (I) ο (Μ μελεός) βλ. μέλεγος. (II) μέλεος, α, ον, θηλ. και ος (Α) 1. αδιάφορος, άχρηστος («οὐδὲ τί σε χρὴ ἑστάμεναι μέλεον σὺν τεύχεσιν», Ομ. Ιλ.) 2. άκαρπος, ανώφελος, άσκοπος 3. (ως προσφώνηση) δυστυχισμένος, άθλιος, ελεεινός («ὦ μέλεοι, τὶ… … Dictionary of Greek
λιθέαν — λιθέᾱν , λίθεος of stone fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)