λίην

λίην

λίην, ion. u. ep. = λίαν, w. m. s.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λίην — (Α) (ιων. και επικ. τ.) βλ. λίαν …   Dictionary of Greek

  • λίην — λίαν very epic ionic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μήδε λίην χαλεποῖσιν ἀσῶ φρένα, μήθ’ ἀγαθοῖσιν τερφθῆς ἐξαπίνης. — μήδε λίην χαλεποῖσιν ἀσῶ φρένα, μήθ’ ἀγαθοῖσιν τερφθῆς ἐξαπίνης. См. В счастьи не возносись …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • λίαν — (AM λίαν, Α ιων. και επικ. τ. λίην, Μ και λία) επίρρ. πολύ, πάρα πολύ, σε μεγάλο βαθμό (α. «λίην γὰρ μέγα εἶπες», Ομ. Οδ. β. «λίην ἄχθομαι ἕλκος») νεοελλ. φρ. «λίαν καλώς» ο δεύτερος κατά σειρά αξίας μετά το «άριστα» βαθμός αξιολόγησης στα… …   Dictionary of Greek

  • В счастьи не возносись — Въ счастьи не возносись (лучше Богу помолись). (Счастью не вѣрь) бѣды не пугайся. Въ счастьи не возносись, въ бѣдѣ не унывай. Ср. Не будетъ, можетъ быть, лелѣять Судьба ужъ болѣе тебя И вѣтръ благопріятный вѣять Въ твой парусъ: береги себя!… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ACONAE — Graece Α᾿κόναι, apud Theophrastum Hist. Plantar. l. 9. c. 18. vicus Mariandynorum; Selivo Acone, portus Heracleoe nempe vel portus Heracleae, vel non longe ab Heraclea fuit, in regione Mariandynorum, in quibus etiam Heraclea Pontica fita erat.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • COCHLEA — I. COCHLEA Graece κόχλος, ex Hebr. thachla, unde Graeci κάχλη et κάλχη, pro purpura, hincque κόχλος et κογχύλιον, sepeciatim de purpuraria concha, sormaverunt. Perictyone Pythagorica, l. de Concinnitate mul. Διφᾶςθαι εἵματα ἐοικότα λίην καὶ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επίφθονος — η, ο (Α ἐπίφθονος, ον) [φθόνος] 1. αυτός που προκαλεί φθόνο, ο μισητός («αἱ λίην ἰσχυραὶ τιμωρίαι πρὸς θεῶν ἐπίφθονοι γίνονται», Ηρόδ.) 2. άξιος να φθονείται, επίζηλος («είναι η ζωή θαυμαστή και επίφθονη», Παπαντ.) αρχ. 1. αυτός που έχει φθόνο ή… …   Dictionary of Greek

  • και — γε καί... γε (Α) βλ. και (Ι). (I) ή κι πριν από φωνήεν ή δίφθογγο (AM καί, με κράση πριν από λέξη που αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο: «χοί» καὶ οἱ, «κἀγώ» καὶ ἐγώ) (σύνδ.) 1. συμπλεκτικός, συνδέει κατά παράταξη δύο ή περισσότερες έννοιες, λέξεις,… …   Dictionary of Greek

  • καυματώδης — καυματώδης, ῶδες (ΑΜ) [καύμα] αυτός που καίει πολύ («θέρος οὐ λίην καυματῶδες ἐγένετο», Ιπποκρ.) αρχ. πυρετώδης («καυματώδεα ῥίγεα») …   Dictionary of Greek

  • κρατερός — I (; – 321 π.Χ.). Μακεδόνας στρατηγός. Αφού διέπρεψε ως διοικητής μονάδων στις μάχες του Γρανικού (334 π.Χ.) και της Ισσού (333), στην πολιορκία της Τύρου (332), στη μάχη των Γαυγαμήλων (331) και στην εισβολή στην Υρκανία (330), έγινε ο πιο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”