λίμνηθεν

λίμνηθεν

λίμνηθεν, aus der See, Ap. Rh. 4, 1579.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λίμνηθεν — (Α) επίρρ. από τη λίμνη ή από τη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίμνη + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. κρήνη θεν, πάτρη θεν)] …   Dictionary of Greek

  • λίμνηθεν — from the lake indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίμνη — Φυσική κοιλότητα (λεκάνη) της επιφάνειας της Γης, γεμάτη γλυκό ή υφάλμυρο νερό. Όταν μια λ. έχει δημιουργηθεί από την τεχνητή απόφραξη μιας κοιλάδας με φράγμα, τότε ονομάζεται τεχνητή λ. Τα περισσότερα χαρακτηριστικά των λ. (βάθος, αλμυρότητα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”