- θίγημα
θίγημα, τό, = Folgdm, nur Conj. Valcken. für γέννημα in Aesch. Prom. 850.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θίγημα, τό, = Folgdm, nur Conj. Valcken. für γέννημα in Aesch. Prom. 850.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θίγημα — θίγημα, τὸ (Α) ελαφρό άγγιγμα, ψαύση. [ΕΤΥΜΟΛ. Είναι αβέβαιο αν η λ. ανήκει στο θιγγάνω*, γιατί προήλθε από διόρθωση του τ. φιλήματα] … Dictionary of Greek
θιγήματα — θίγημα touch neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θίγμα — θίγμα, τὸ (Α) [θιγγάνω] 1. θίγημα, ελαφρό άγγιγμα 2. (κατά τον Ησύχ.) «μίασμα» … Dictionary of Greek