- λίγδην
λίγδην, die Oberfläche streifend, ritzend, βάλε χεῖρ' ἐπὶ καρπῷ λίγδην, ἄκρην δὲ ῥινὸν δηλήσατο χαλκός Od. 22, 278, Schol. ἀκροϑιγῶς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λίγδην, die Oberfläche streifend, ritzend, βάλε χεῖρ' ἐπὶ καρπῷ λίγδην, ἄκρην δὲ ῥινὸν δηλήσατο χαλκός Od. 22, 278, Schol. ἀκροϑιγῶς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λίγδην — (Α) επίρρ. με απλή επαφή, ακροθιγώς («βάλε χεῑρ ἐπὶ καρπῷ λίγδην», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λίγδην και οι τ. λίγδα, λίγδος συνδέονται μορφολογικά, μολονότι δεν έχουν άμεση σημασιολογική συνάφεια. Οι τ. εμφανίζουν τη μηδενισμένη βαθμίδα *(s)lig τής … Dictionary of Greek
λίγδην — grazing indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
слигоза — ребенок, который еще не умеет ходить, но только ползает , олонецк. (Кулик.), тот, кто часто заходит в избу и приносит на ногах грязь , там же. Можно предположить родство с нов. в. н. schleichen красться , д. в. н. slîhhan, ср. нж. нем. slîken… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
слизкий — покрытый слизью; скользкий , укр. слизький скользкий , ст. слав. сльзъкъ ὀλισθηρός (Супр.), словен. slizǝk, slizkа слизистый , чеш. slizky, slzky покрытый слизью; скользкий , slznouti осклизнуть , слвц. slizky скользкий , польск. slizki скользкий … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
επιλίγδην — ἐπιλίγδην (Α) επίρρ. επιπόλαια («βλῆτο γὰρ ὦμον δουρὶ... ἄκρον ἐπιλίγδην» χτυπήθηκε με ακόντιο επιφανειακά, επιπόλαια στην επιδερμίδα τού ώμου, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λίγδην «αγγίζοντας»] … Dictionary of Greek
λίγδα — (I) η (Μ λιγδα) το λίπος, ιδίως το χοιρινό, η γλίνα νεοελλ. 1. λεκές από λίπος ή λάδι 2. μτφ. άνθρωπος τού οποίου η συναναστροφή ρυπαίνει ηθικά τους άλλους 3. κοινή ονομασία τού ψαριού σαργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίγδα (II). Κατ άλλη άποψη, < γλίδα … Dictionary of Greek
λίγδος — λίγδος, ὁ (Α) 1. γουδί 2. καλούπι από πηλό 3. στακτή κονία, αλισίβα που χρησιμοποιούνταν αντί για σαπούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. λίγδην] … Dictionary of Greek
λιγνύς — η (Α λιγνύς, ύος) καπνιά, αιθάλη αρχ. πυκνός καπνός με φλόγες («λιγνὺν δοκῶ μοι καθορᾱν καὶ καπνόν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Εμφανίζει επίθημα νυ (πρβλ. θρῆ νυ ς). Συνδέεται πιθ. με τα λίγδα (II) («ἡ ἀκόνη, καὶ ἡ κονία», Ησύχ.) και… … Dictionary of Greek
lei-3 — lei 3 English meaning: slimy; to glide Deutsche Übersetzung: ‘schleimig, durch Nässe glitschiger Boden, ausgleiten, worũber hinschleifen or streichen, also glättend worũber fahren; andrerseits schleimig = klebrig” Note: various… … Proto-Indo-European etymological dictionary