λίγδα

λίγδα

λίγδα, ἡ, = λίγδος, vgl. ἴγδη, VLL.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λίγδα — (I) η (Μ λιγδα) το λίπος, ιδίως το χοιρινό, η γλίνα νεοελλ. 1. λεκές από λίπος ή λάδι 2. μτφ. άνθρωπος τού οποίου η συναναστροφή ρυπαίνει ηθικά τους άλλους 3. κοινή ονομασία τού ψαριού σαργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίγδα (II). Κατ άλλη άποψη, < γλίδα …   Dictionary of Greek

  • λίγδα — η 1. λίπος χοιρινό, λαρδί: Αυτό το φαγητό θα γίνει πιο νόστιμο αν το φτιάξεις με λίγδα. 2. κηλίδα από λιπαρή ουσία, λεκές: Το πουκάμισό του ήταν γεμάτο λίγδες. 3. μτφ., άνθρωπος ανήθικος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λιγδώνω — [λίγδα] (μτβ. και αμτβ.) ρυπαίνω ή ρυπαίνομαι με λίγδες, λερώνω, λιγδιάζω …   Dictionary of Greek

  • γλίδα — και λίγδα, η 1. κηλίδα από λίπος ή λιπαρή ουσία 2. ακαθαρσία, λέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λίγδα] …   Dictionary of Greek

  • πιναρός — και πινηρός, ά, όν, Α γεμάτος λίγδα, ρυπαρός, ακάθαρτος (α. «πιναρὰν κόμαν», Ευρ. β. «πιναρὸν κάρα», Ευπ.) γ. «ἐσθῆτι πιναρᾷ», Κλήμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πίνος «ακαθαρσία, λίγδα» + κατάλ. –αρός (πρβλ. λιπ αρός)] …   Dictionary of Greek

  • αναλιγδιάζω — 1. (για πορώδη αγγεία που περιέχουν υγρό) σχηματίζω λίγδα, αναδίδω υγρασία στην επιφάνεια 2. γίνομαι νερουλός, αναλιγώνω …   Dictionary of Greek

  • γαριά — η [γάρος] η λίγδα, η βρομιά στα ρούχα …   Dictionary of Greek

  • γλίνα — η (Μ γλίνη) 1. λίπος που βγαίνει από τον βρασμό κρεάτων και κυρίως χοιρινών 2. στρώμα που σχηματίζεται στην επιφάνεια κρύου λιπαρού φαγητού ή μένει στα τοιχώματα τού μαγειρικού σκεύους 3. χοιρινό λίπος στο οποίο συντηρούνται καρυκευμένα κρέατα… …   Dictionary of Greek

  • λίγδην — (Α) επίρρ. με απλή επαφή, ακροθιγώς («βάλε χεῑρ ἐπὶ καρπῷ λίγδην», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λίγδην και οι τ. λίγδα, λίγδος συνδέονται μορφολογικά, μολονότι δεν έχουν άμεση σημασιολογική συνάφεια. Οι τ. εμφανίζουν τη μηδενισμένη βαθμίδα *(s)lig τής …   Dictionary of Greek

  • λιγδής — και λίγδης, ο, θηλ. λιγδού [λίγδα] λιγδιάρης, βρομιάρης, ρυπαρός …   Dictionary of Greek

  • λιγδίτσα — λιγδίτσα, ἡ (Μ) [λίγδα] λίπος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”