- λίκιγξ
λίκιγξ, nach Schol. Ar. Ach. 1034 ἡ ἐλαχίστη βοὴ τοῦ ὀρνέου.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λίκιγξ, nach Schol. Ar. Ach. 1034 ἡ ἐλαχίστη βοὴ τοῦ ὀρνέου.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λίκιγξ — (Α) (σχόλ.) «ἡ ἐλαχίστη βοὴ τῶν ὀρνέων» … Dictionary of Greek
στριβιλικίγξ — Α (στον Αριστοφ.) (κωμική λ.) (κυρίως στη φρ.) «οὐ δ ἄν στριβιλικίγξ» ούτε ελάχιστο, καθόλου, τίποτε. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων, σχηματισμένος πιθ. «ποιητικῇ ἀδείᾳ», όπως δηλώνουν το επίθημα ιγξ (πρβλ. στρίγξ,… … Dictionary of Greek