- λίγω
λίγω, = ὑμνῶ, nach E. M. p. 565, 11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λίγω, = ὑμνῶ, nach E. M. p. 565, 11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιγῶ — λίσσομαι beg aor subj mp 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίγδην — (Α) επίρρ. με απλή επαφή, ακροθιγώς («βάλε χεῑρ ἐπὶ καρπῷ λίγδην», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λίγδην και οι τ. λίγδα, λίγδος συνδέονται μορφολογικά, μολονότι δεν έχουν άμεση σημασιολογική συνάφεια. Οι τ. εμφανίζουν τη μηδενισμένη βαθμίδα *(s)lig τής … Dictionary of Greek