λίσγος

λίσγος

λίσγος, (verwandt mit λίστρον, ligo), spätes Wort, Grabscheit, Schaufel, Hacke zum Ebenen des Bodens, Artemidor. 2, 24 u. a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λίσγος — ο (Α λίσγος) είδος σκαλιστηριού, αξίνα, σκαπάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχ. τ. *λίσγος μαρτυρείται μόνο έμμεσα στο υποκοριστικό λισγάριον. Ο τ. είναι αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < *λίγσκος (πρβλ. μίσγω < *μίγσκω), οπότε και συνδέεται με λατ. ligō, ōnis… …   Dictionary of Greek

  • λίσγον — λίσγον, τὸ (Α) ο λίσγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού λίσγος*) …   Dictionary of Greek

  • лезвие — диал. лезьё, севск. (Преобр.), лёзо – то же, лезиво, арханг., лёз рубанок бондаря , укр. лезо, лезво, блр. лезiво, др. русск. лезъ острие клинка (Бор. Годунов, 1589 г.; см. Срезн. II, 16). Неясно. Абсолютно гадательно сравнение с лат. ligō… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • лыскарь — заступ, железная лопата , также ласкарь лопата , псковск. (Даль), лыскорь железная лопата , арханг. (Подв.), др. русск. лыскарь кирка, железн. лопата (Лаврентьевск. летоп.). По мнению Мелиоранского (ИОРЯС 10, 4, 124), из тюрк.: ср. казах. lesker …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • λίσγευμα — λίσγευμα, τὸ (Μ) σκάμμα, τάφρος, χαντάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λισγεύω < λίσγος*] …   Dictionary of Greek

  • λίστρο — το (Α λίστρον) νεοελλ. κάθε εργαλείο για λείανση επιφανειών αρχ. σιδερένιο φτυάρι χρήσιμο για εξομάλυνση ή επιπέδωση τού εδάφους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λέξη, που δηλώνει όργανο με κατάλ. τρον (πρβλ. άρο τρον, ζεύσ τρον), πιθ. < *λίτ τρον… …   Dictionary of Greek

  • λισγάρι — το (AM λισγάριον, Μ και λισγάριν και λισκάριν) σκαπτικό εργαλείο, σκαπάνη, αξίνα, σκαλιστήρι μσν. μονάδα μήκους 25 περίπου εκατοστομέτρων που χρησιμοποιούνταν για τη μέτρηση τού βάθους ορυγμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λισγάρι(ον) < λίσγος*] …   Dictionary of Greek

  • μονολίσγιον — και μονολίσκιν, τὸ (Μ) μέτρο χωρητικότητας ίσο με 1,174 κυβικά μέτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * λίσγον / λίσγος] …   Dictionary of Greek

  • πλατυλίσγων — ονος, ὁ, Α πλατύ λισγάρι, πλατύ σκαλιστήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ * + λίσγος* «γεωργικό εργαλείο» + επίθημα ων] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”