λίπτω

λίπτω

λίπτω, wornach verlangen, sich wornach sehnen, Hesych. erkl. ἐπιϑυμῶ; μετά τι, Nic. Th. 126; τινός, Ap. Rh. 4, 813; Lycophr. 131. 353; auch im med., λελιμμένος, begehrend, begierig wornach, μάχης, Aesch. Spt. 362, vgl. Ag. 850 u. Spt. 337. – Vgl. λιμβός.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λίπτω — (Α) 1. (ενεργ και μέσ.) επιθυμώ σφοδρά 2. μέσ. λίπτομαι είμαι πρόθυμος για κάτι («Τυδεὺς δὲ μαργῶν και μάχης λελιμμένος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. εμφανίζει πιθ. τη μηδενισμένη βαθμίδα *lip τής ΙΕ ρίζας *leip «ποθώ, ζητώ από κάποιον» και συνδέεται …   Dictionary of Greek

  • καταλιπαρώ — καταλιπαρῶ, έω (Α) παρακαλώ θερμά, ικετεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + λιπαρῶ «απαιτώ ζητώ», πιθ. < αμάρτυρο *λιπαρός «απαιτητικός» < λίπτω «επιθυμώ»] …   Dictionary of Greek

  • λίπα — (Α) επίρρ. 1. αφθόνως, πλουσίως («χρίεσθαι λίπα», Ιπποκρ.) 2. (σπαν. ως ουσ. ουδ. ονομ. ή αιτ.) καθετί το άφθονο («χρῑσμα λίπα ἔστω», Θεόφρ.) 3. (φρ. συν. στον Όμ. και στον Ησίοδ.) «λίπ ἐλαίῳ» με άφθονο λάδι («ἔχρισεν λίπ ἐλαίῳ», Ομ. Ιλ.).… …   Dictionary of Greek

  • λιψουρία — λιψουρία, ἡ (Α) επιθυμία για ούρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *λίψουρος ή *λιψουρῶ < λίπτω* + οὖρον] …   Dictionary of Greek

  • leip-2 —     leip 2     English meaning: to wish for, request     Deutsche Übersetzung: “begehren, etwas von jemandem verlangen”     Material: Gk. λίπτομαι, newer λίπτω, participle perf. Med. (in akt. meaning) λελιμμένος “lust, crave”, λίψ ἐπιθυμίαHes.,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”