θέλημα

θέλημα

θέλημα, τό, der Wille, N. T, z. B. Matth. 7, 10 u. K. S.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θελήμα — θελήμᾱ , θελήμη will fem nom/voc/acc dual θελήμᾱ , θελήμη will fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέλημα — will neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέλημα — το (AM θέλημα, Μ και θέλημαν) [θέλω] θέληση, επιθυμία («γενηθήτω το θέλημά σου») νεοελλ. 1. μικρή εκδούλευση, εκτέλεση παραγγελίας ή μεταφοράς φορητού πράγματος, μικρή εξυπηρέτηση («κάνε μου ένα θέλημα») 2. παροιμ. «πηγαίνει νιος στο θέλημα κι… …   Dictionary of Greek

  • θέλημα — το, ατος 1. επιθυμία: Ήτανθέλημα του πατέρα μου να γίνω γιατρός. 2. παραγγελία: Κάνει θελήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θελημά — θελημός willing neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀρκεῖ ἐν μεγάλοις καὶ τὸ θέλημα μόνον. — См. Попытка, не пытка, а спрос не беда …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • θεληματίζω — [θέλημα] αναθέτω σε κάποιον θέλημα, μικρή υπηρεσία, παραγγελία …   Dictionary of Greek

  • θελημάτων — θέλημα will neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θελήμασι — θέλημα will neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θελήμασιν — θέλημα will neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θελήματα — θέλημα will neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”