θέλγμα

θέλγμα

θέλγμα, τό, = ϑέλγητρον, Schol. Pind. P. 1, 21.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θέλγμα — θέλγμα, το (Α) [θέλγω] 1. το θέλγητρο 2. (κατά τον Ησύχ.) «θαῦμα» …   Dictionary of Greek

  • θέλγμα — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέλγματα — θέλγμα neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέλγματι — θέλγμα neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέλγω — (AM θέλγω) προσελκύω κάποιον, γοητεύω, σαγηνεύω (α. «τόν έθελξε με το κάλλος της» β. «και μ οὔτι μελιγλώσσοις πειθοῦς ἐπαοιδαῖσιν θέλξει», Αισχύλ.) αρχ. 1. μαγεύω, καταπραΰνω κάποιον με φάρμακα ή με μαγικά ποτά ή με ξόρκια ή με άσματα («ἀνδρῶν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”