- θέλυμνον
θέλυμνον, τό (τίϑημι, vgl. ϑέμεϑλα), nur im plur., Schol. Il. 10, 15 erkl. ϑέλυμνα οἱ ϑεμέλιοι, bei Empedocl. 73. 139 die Grundstoffe der Dinge, auch ϑέλιμνα geschrieben. Vgl. προϑέλυμνος u. τετραϑέλυμνος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θέλυμνον, τό (τίϑημι, vgl. ϑέμεϑλα), nur im plur., Schol. Il. 10, 15 erkl. ϑέλυμνα οἱ ϑεμέλιοι, bei Empedocl. 73. 139 die Grundstoffe der Dinge, auch ϑέλιμνα geschrieben. Vgl. προϑέλυμνος u. τετραϑέλυμνος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θέλυμνον — θέλυμνον, τὸ (Α) στον πληθ. τά θέλυμνα τα θεμέλια, οι βάσεις τών πραγμάτων, τα στοιχεία τού κόσμου («θέλυμνά τε καὶ στερεωπά», Εμπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. απαντά στον Όμηρο μόνο ως β συνθετικό, ενώ ο τ. θέλυμνα στον Εμπεδοκλή προτάθηκε ως διόρθωση αντί… … Dictionary of Greek
θέλεμνον — θέλεμνον, το (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὅλον ἐκ ῥιζῶν». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. θέλυμνον] … Dictionary of Greek
ισοθέλυμνος — ἰσοθέλυμνος, ον (Α) αυτός που έχει ίδια καταγωγή με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + θέλυμνον «τα θεμέλια ή τα στοιχεία τών πραγμάτων»] … Dictionary of Greek
προθέλυμνος — ον, Α 1. αυτός που αποσπάστηκε με τη ρίζα του («πολλὰς ἐκ κεφαλῆς προθελύμνους ἕλκετο χαίτας», Ομ. Ιλ.) 2. (πιθ. ερμ.) επάλληλος, συνεχής («φράξαντες σάκος σάκεϊ προθελύμνῳ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + θέλυμνος (< θέλυμνον «θεμέλιο»)] … Dictionary of Greek
τετραθέλυμνος — ον, Α αυτός που έχει τέσσερεις πτυχές, τετράπτυχος («σάκος τετραθέλυμνον» ασπίδα από τέσσερα δέρματα βοδιού τα οποία βρίσκονται το ένα πάνω στο άλλο, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ.λ. θέλυμνον] … Dictionary of Greek
τριθέλυμνος — ον, Α τρίπτυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + θέλυμνος (< θέλυμνον «θεμέλιο»), πρβλ. τετρα θέλυμνος] … Dictionary of Greek