λέκτης

λέκτης

λέκτης, , der Sprecher.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λέκτης — λέκτης, ὁ (Α) [λέγω] ομιλητής, αγορητής …   Dictionary of Greek

  • λέκται — λέκτης speaker masc nom/voc pl λέκτᾱͅ , λέκτης speaker masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεκτέων — λέκτης speaker masc gen pl (epic ionic) λεκτέος to be said masc/neut gen pl λεκτός gathered masc/fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεκτῶν — λέκτης speaker masc gen pl λεκτός gathered fem gen pl λεκτός gathered masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέκτη — λέκτης speaker masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρησκολέκτης — θρησκολέκτης, ὁ (Μ) ο ιεροκήρυκας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρήσκος + λέκτης (< λέγω), πρβλ. δικο λέκτης, συλ λέκτης) …   Dictionary of Greek

  • θρυλλολέκτης — θρυλλολέκτης, ὁ (Μ) ο φλύαρος, αυτός που λέγει λόγια χωρίς ουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρύλλος + λέκτης (< λέγω), πρβλ. συλ λέκτης, χρυσ εκ λέκτης] …   Dictionary of Greek

  • μυστολέκτης — μυστολέκτης, ὁ (ΑΜ) αυτός που κατέχει και αποκαλύπτει τα θεία μυστήρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύστης + λέκτης (< λέγω), πρβλ. ναο λέκτης, χορο λέκτης] …   Dictionary of Greek

  • κοκκολέκτης — κοκκολέκτης, ὁ (Α) αυτός που συλλέγει τους κόκκους τών δημητριακών οι οποίοι απομένουν στη γη μετά τη συγκομιδή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκος + λέκτης (< λέγω «συλλέγω»), πρβλ. επι λέκτης] …   Dictionary of Greek

  • πεζολέκτης — ὁ, Μ αυτός που μιλά ή γράφει σε πεζό λόγο, ο πεζολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + λέκτης (< λέγω), πρβλ. σκληρο λέκτης] …   Dictionary of Greek

  • σκληρολέκτης — ὁ, Α αυτός που εκφράζεται με τραχύ ύφος, αυτός τού οποίου το λεκτικό είναι σκληρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + λέκτης (< λέγω), πρβλ. πεζο λέκτης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”