λέμφος

λέμφος

λέμφος, , Schleim, bes. der Nase, = κόρυζα, Liban.; bes. nach Hesych. αἱ πεπηγμέναι μύξαι; daher der den Schnupfen hat, einfältiger Mensch, Men. bei Ammon. p. 88.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λέμφος — putrescent carcasses masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέμφος — Διαυγές ή ελαφρώς θολερό υγρό, που κυκλοφορεί στο λεμφικό σύστημα των θηλαστικών και του ανθρώπου. Λ. ονομάζεται επίσης το υγρό στα διάκενα των ιστών και των κυττάρων. Η λ. σχηματίζεται με συμμετοχή του πλάσματος του αίματος, που διϊδρώνεται από… …   Dictionary of Greek

  • λέμφος — η διάφανο υγρό που κυκλοφορεί στο λεμφικό σύστημα του σώματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λέμφοι — λέμφος putrescent carcasses masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέμφου — λέμφος putrescent carcasses masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέμφους — λέμφος putrescent carcasses masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαβύρινθος — I (Ανατ.). Οστεοϋμενώδες σύστημα που βρίσκεται μέσα στο λιθοειδές οστό (μέρος του κροταφικού οστού)· αποτελεί το έσω ους και περιέχει τα περιφερικά όργανα, που έχουν ως προορισμό την υποδοχή των ηχητικών ερεθισμάτων (ακοή) και την αντίληψη της… …   Dictionary of Greek

  • lē̆ b-, lō̆ b-, lāb-, leb- —     lē̆ b , lō̆ b , lāb , leb     English meaning: to hang down loosely; lip     Deutsche Übersetzung: ‘schlaff herabhängen”, also “Lippe” (?)     Note: partly with anlaut. s ; besides, but less frequent, often (see in addition lep “peel” am… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • List of medical roots, suffixes and prefixes — This is a list of roots, suffixes, and prefixes used in medical terminology, their meanings, and their etymology. There are a few rules when using medical roots. Firstly, prefixes and suffixes, primarily in Greek, but also in Latin, have a… …   Wikipedia

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • ακάρεα — (acari). Τάξη αραχνιδίων με κεφαλοθώρακα που δεν διαχωρίζεται από την κοιλιά και με στοματικό σύστημα που φέρει ρύγχος διαμορφωμένο ανάλογα με την τροφή τους. Τα α. που ζουν ελεύθερα τρέφονται με οργανικά υπολείμματα· τα α. που ζουν ως παράσιτα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”