- παρδαλωτός
παρδαλωτός, gepardelt, getigert, wie ein Panther gefleckt, καὶ κατεστιγμένος τὴν χρόαν, Luc. bis accus. 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρδαλωτός, gepardelt, getigert, wie ein Panther gefleckt, καὶ κατεστιγμένος τὴν χρόαν, Luc. bis accus. 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρδαλωτός — ή, όν, ΝΑ [πάρδαλις] ποικιλόχρωμος, με στίγματα σαν τής λεοπάρδαλης νεοελλ. (το αρσ. ως ουσ. ζωολ. ο παρδαλωτός γένος μικρόσωμων ωδικών πουλιών τής οικογένειας oicaeidae τής τάξης στρουθιόμορφα … Dictionary of Greek
παρδαλωτοί — παρδαλωτός spotted like the pard masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)