θέσκελος — θέσκελος, ον (Α) 1. αυτός που κινείται από τον θεό, που εμπνέεται από τον θεό 2. αυτός που τελείται από θεό, θαυμαστός, υπεράνθρωπος («θέσκελα ἔργα ἴδηαι», Ομ. Ιλ.). επίρρ... θεσκέλως (Α) με θαυμαστό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθ. επικό… … Dictionary of Greek
θέσκελος — set in motion by God masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσκέλως — θέσκελος set in motion by God adverbial θέσκελος set in motion by God masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέσκελον — θέσκελος set in motion by God masc/fem acc sg θέσκελος set in motion by God neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσκέλῳ — θέσκελος set in motion by God masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέσκελα — θέσκελος set in motion by God neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέσκελε — θέσκελος set in motion by God masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέσκελ' — θέσκελα , θέσκελος set in motion by God neut nom/voc/acc pl θέσκελε , θέσκελος set in motion by God masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… … Dictionary of Greek