- θέρμαυστρα
θέρμαυστρα, ἡ, = ϑέρμαστρα, Callim. Del. 144.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θέρμαυστρα, ἡ, = ϑέρμαστρα, Callim. Del. 144.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θερμάστρα — η (ΑΜ θερμάστρα Α και θερμαύστρα) νεοελλ. 1. συσκευή άμεσης ή τοπικής θέρμανσης σε αντιδιαστολή προς τα θερμαντικά σώματα τών εγκαταστάσεων κεντρικής θέρμανσης, σόμπα 2. φρ. «ηλεκτρική θερμάστρα» θερμαντικό σώμα στο οποίο η θερμότητα παράγεται… … Dictionary of Greek