θέρμαστρα

θέρμαστρα

θέρμαστρα, , Schmiedeofen, Hesych.; θερμα-στρῆθεν, aus dem Ofen, id.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θερμάστρᾳ — θερμάστρᾱͅ , θερμάστρα oven fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερμάστρα — η (ΑΜ θερμάστρα Α και θερμαύστρα) νεοελλ. 1. συσκευή άμεσης ή τοπικής θέρμανσης σε αντιδιαστολή προς τα θερμαντικά σώματα τών εγκαταστάσεων κεντρικής θέρμανσης, σόμπα 2. φρ. «ηλεκτρική θερμάστρα» θερμαντικό σώμα στο οποίο η θερμότητα παράγεται… …   Dictionary of Greek

  • θερμάστρα — η μέσο θέρμανσης, σόμπα: Θερμάστρα πετρελαίου. – Ηλεκτρική θερμάστρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θερμάστρας — θερμάστρᾱς , θερμάστρα oven fem acc pl θερμάστρᾱς , θερμάστρα oven fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερμάστραι — θερμάστρᾱͅ , θερμάστρα oven fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερμάστραις — θερμάστρα oven fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλάτι — Το ανάκτορο του αυτοκράτορα Αυγούστου που βρισκόταν στον Παλατίνο λόφο. Η αρχική αυτή ερμηνεία του όρου διευρύνθηκε αργότερα και σήμαινε ανάκτορο, μέγαρο. Στα νεότερα χρόνια, με τον όρο παλάτι προσδιορίζεται το βασιλικό ανάκτορο. Τα αρχαιότερα… …   Dictionary of Greek

  • παραβολικός — ή, ό / παραβολικός, ή, όν, ΝΑ [παραβολή] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε παραβολή, αλληγορικός («παραβολικός λόγος») νεοελλ. 1. αυτός που έχει σχήμα γεωμετρικής παραβολής 2. φρ. α) «παραβολική θερμάστρα» (ηλεκτρολ.) ηλεκτρική θερμάστρα με… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • -τρο(ν) — ΝΜΑ επίθημα.ουδέτερων ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που εμφανίζεται ήδη σε αρχαιότατα κείμενα, έχει μεγάλη παραγωγική δύναμη, κυρίως στην Αρχαία, και απαντά σε 200 περίπου ουσιαστικά. Το επίθημα ουδετέρου τρον, όπως και τα… …   Dictionary of Greek

  • θέρμανση — Διαδικασία με την οποία αυξάνεται η θερμοκρασία σωμάτων ή χώρων. Ανάλογα με το σύστημα παραγωγής της απαιτούμενης θερμότητας για τη θ., υπάρχουν διάφοροι τύποι θ.: με άνθρακα, πετρέλαιο, αέριο, όπου η θερμότητα παράγεται με την καύση· ηλεκτρική θ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”