θέριστρον

θέριστρον

θέριστρον, τό, das Sommerkleid, ein leichtes, schleierartiges Kopftuch, Theocr. 15, 69, vgl. Myrin. 2 (VI, 254) τἀκ κόκκου βαφϑέντα καὶ ὑσγίνοιο ϑέριστρα; Eubul. bei Schol. Il. 16, 234 u. Sp. – Bei LXX. = ϑεριστήριον.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θέριστρον — θέριστρον, το (Α) 1. το θερίστριον* 2. δρεπάνι, θεριστήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερίζω + επίθημα τρον (πρβλ. άρο τρον, ζύγασ τρον)] …   Dictionary of Greek

  • θέριστρον — sickle neut nom/voc/acc sg θερίστριον light summer garment neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερίστρου — θέριστρον sickle neut gen sg θερίστριον light summer garment neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερίστρῳ — θέριστρον sickle neut dat sg θερίστριον light summer garment neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • творити — Творить творити (1) 1. Сочинять, слагать: Боянъ бо вѣщіи, аще кому хотяше пѣснь творити, то растѣкашется мыслію по древу, сѣрымъ вълкомъ по земли, шизымъ орломъ подъ облакы. 2 3. Супротивь сами себѣ повѣдающе и продлъжающе, многы рѣчи о томъ… …   Словарь-справочник "Слово о полку Игореве"

  • teristro — (Del gr. theristron.) ► sustantivo masculino HISTORIA Velo o manto delgado que las mujeres palestinas usaban en el verano. * * * teristro (del lat. «theristrum», del gr. «théristron») m. *Velo o *manto usado en verano por las mujeres de Palestina …   Enciclopedia Universal

  • -τρο(ν) — ΝΜΑ επίθημα.ουδέτερων ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που εμφανίζεται ήδη σε αρχαιότατα κείμενα, έχει μεγάλη παραγωγική δύναμη, κυρίως στην Αρχαία, και απαντά σε 200 περίπου ουσιαστικά. Το επίθημα ουδετέρου τρον, όπως και τα… …   Dictionary of Greek

  • θερίζω — (ΑΜ θερίζω) 1. κόβω σιτηρά ή χόρτα με δρεπάνι ή με θεριστική μηχανή («θερίσαντες δ ἂν τὸν σῑτον ἔπλωον», Ηρόδ.) 2. φονεύω ομαδικά, προκαλώ αθρόους θανάτους (α. «τούς θέρισε το πολυβόλο» β. «Ἄρη τὸν ἀρὸτοις θερίζοντα βροτούς», Αισχύλ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • θερίστριον — θερίστριον, τὸ (Α) ελαφρό θερινό ένδυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού θέριστρον*] …   Dictionary of Greek

  • κάνιστρο — και κανίστρι, το (Α κάνιστρον και κάνιτρον και κάναστρον και κάνυστρον και κάναυστρον) ευρύ και αβαθές καλάθι πλεγμένο από καλάμι ή λυγαριά, κανίσκι, πανέρι αρχ. πήλινο αγγείο, πινάκιο με σχήμα κανίστρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάνεον με καταλ. δηλωτικές… …   Dictionary of Greek

  • σειρόν — Α (κατά τον Ησύχ.) «τὸ ἀνδρεῑον θέριστρον. Σικυώνιοι». [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού σείρινα / σείρινος*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”