- θάλλινος
θάλλινος, aus Zweigen gemacht, ἀγγεῖα Schol. Ar. Av. 799.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θάλλινος, aus Zweigen gemacht, ἀγγεῖα Schol. Ar. Av. 799.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θάλλινος — θάλλινος, ίνη, ον (Α) [θαλλός] κατασκευασμένος από θαλλούς, από νεαρούς βλαστούς («θάλλινα ἀγγεῖα») … Dictionary of Greek
θάλλινα — θάλλινος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλλινώδης — θαλλινώδης, ῶδες (Α) (για τον Δούρειο ἱππο) ο καλυμμένος με θαλλούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλλινος + κατάλ. ώδης, πρβλ. ευ ώδης, τρομ ώδης] … Dictionary of Greek