- λάλιος
λάλιος, od. nach Arcad. p. 41, 3 λαλιός, poet. = λάλος, z. B. στόμα, Mel. 44 (V, 171).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λάλιος, od. nach Arcad. p. 41, 3 λαλιός, poet. = λάλος, z. B. στόμα, Mel. 44 (V, 171).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαλιός — λαλιός, ά, όν (Α) (ποιητ. τ.) βλ. λάλος … Dictionary of Greek
λαλιός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαλιόν — λαλιός masc acc sg λαλιός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαλιοῦ — λαλιός masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαλιά — λαλιά̱ , λαλιά talk fem nom/voc/acc dual λαλιά̱ , λαλιά talk fem nom/voc sg (attic doric aeolic) λαλιά̱ , λαλιή talk fem nom/voc/acc dual λαλιά̱ , λαλιή talk fem nom/voc sg (attic doric aeolic) λαλιός neut nom/voc/acc pl λαλιά̱ , λαλιός fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάλος — ο (AM λάλος, ον, Α ποιητ. τ. λαλιός, ά, όν και λαλόεις, εσσα, εν) 1. φλύαρος, πολυλογάς, πολύ ομιλητικός («ἵνα μὴ φαίνωμαι βαρὺς τῷ κράτει σου καὶ λάλος», Πρόδρ.) 2. αυτός που θορυβεί, που παράγει μονότονο ήχο, θορυβώδης, ηχηρός («το λάλο… … Dictionary of Greek
λαλιῶν — λαλιά talk fem gen pl λαλιή talk fem gen pl λαλιός fem gen pl λαλιός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαλιότης — λαλιότης, ητος, ἡ (Α) [λαλιός] φλυαρία, πολυλογία … Dictionary of Greek
λαλώ — έω και άω (AM λαλῶ, έω) 1. λέγω (α. «εἶπα καὶ ἐλάλησα ἁμαρτίαν οὐκ ἔχω» β. «αὐτοῡ ἀκούσεσθε κατὰ πάντα ὅσα ἄν λαλήσῃ πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) 2. έχω έναρθρο λόγο, ομιλώ, εκφράζομαι προφορικά («λαλεῑ οὐθὲν τῶν ἄλλων ζῴων πλὴν ἀνθρώπου», Αριστοτ.) 3. (για… … Dictionary of Greek
λαλιαῖς — λαλιά talk fem dat pl λαλιή talk fem dat pl λαλιός fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαλιαί — λαλιά talk fem nom/voc pl λαλιή talk fem nom/voc pl λαλιός fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)