- λάθαργος
λάθαργος, ὁ, ein Lederschnitz, Nic. Ther. 422, Schol. ξύσματα τῶν δερμάτων.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λάθαργος, ὁ, ein Lederschnitz, Nic. Ther. 422, Schol. ξύσματα τῶν δερμάτων.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λάθαργος — λάθαργος, ὁ (Α) 1. ξύσμα δέρματος 2. (κατά τον Ησύχ.) «σκώληξ» 3. λαίθαργος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
λάθαργος — bit of leather masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαθάργῳ — λάθαργος bit of leather masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάθαργοι — λάθαργος bit of leather masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαίθαργος — και λάθαργος, ον (Α) 1. (για σκύλο) αυτός που δαγκώνει ύπουλα, χωρίς να γαυγίσει, κρυφοδαγκανιάρης 2. λαθραίος, κρυφός, μυστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με τη λ. λήθαργος και πρόκειται πιθ. για μεταπλασμένο τ., κατά τους εκφραστικούς τ. που… … Dictionary of Greek