- θάλπημι
θάλπημι, = ϑάλπω, Bacchylid. bei Ath. II, 39 e, ϑάλπησι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θάλπημι, = ϑάλπω, Bacchylid. bei Ath. II, 39 e, ϑάλπησι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θάλπημι — (Α) (ποιητ. τ.) θάλπω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιος ποιητ. τ. τού θάλπω] … Dictionary of Greek