- λάβιον
λάβιον, τό, dim. von λαβή, τὰ λάβια τοῖς μαχαιρίοις κατασκευάζω, Strab. XII, 540, Schwertgriff.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λάβιον, τό, dim. von λαβή, τὰ λάβια τοῖς μαχαιρίοις κατασκευάζω, Strab. XII, 540, Schwertgriff.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λάβιον — λάβιον, τὸ (Α) [λαβή] μικρή λαβή, χερούλι («ἐξ ὧν τὰ λάβια τοῑς μαχαιρίοις κατεσκεύαζον», Στράβ.) … Dictionary of Greek
μεσόλαβον — και μεσολάβιον, τό, και μεσόλαβος, ὁ (Α) μαθηματικό εργαλείο τού Ερατοσθένη το οποίο χρησίμευε για την εύρεση τών μέσων ανάλογων γραμμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσο * + λαβος και λαβον και λαβιον (< θ. λαβ τού λαμβάνω), πρβλ. τριχο λάβιον, χειρο… … Dictionary of Greek
Astrolabio — Saltar a navegación, búsqueda Astrolabio de al Sahlî, del siglo XI (M.A.N., Madrid). El astrolabio es un instrumento que permite determinar las posiciones de las estrellas sobre la bóveda celeste. La palabra … Wikipedia Español
Astrolabio de al-Sahlî — Saltar a navegación, búsqueda Imagen del astrolabio de al Sahlî. El Astrolabio de al Sahlî, es una pieza que forma parte del llamado arte islámico, y data de la época de la Taifa de Toledo, una de las … Wikipedia Español
αστρολάβος — ο (Α ἀστρολάβος, ο και λάβον, το, Μ λάβιον, το) όργανο για την παρατήρηση των άστρων και τον προσδιορισμό της θέσης τους πάνω από τον ορίζοντα αρχ. ως επίθ. «ἀστρολάβον ὄργανον» ο αστρολάβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άστρον + λαβος < (θ.) λαβ , έλαβον,… … Dictionary of Greek
διλάβι — το (Μ διλάβιον) εργαλείο με δύο λαβές, τσιμπίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι* + λάβιον «χερούλι»] … Dictionary of Greek
ξυλάβιον — ξυλάβιον, τὸ (ΑΜ) η πυράγρα τών σιδηρουργών. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ξυλολάβιον (< ξύλον + λάβιον < λαβή), με απλολογία (πρβλ. αμφιφορεύς> αμφορεύς)] … Dictionary of Greek