- λάξευσις
λάξευσις, ἡ, das Steinhauen, Schol. Theocr. 6, 18.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λάξευσις, ἡ, das Steinhauen, Schol. Theocr. 6, 18.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λάξευσις — cutting of stone fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάξευση — η (Α λάξευσις) [λαξεύω] η ενέργεια τού λαξεύω … Dictionary of Greek
υπολάξευσις — εύσεως, ἡ, Α η αποκάτω λάξευση («ἡ τῶν λίθων τοῡ τείχους ὑπολάξευσις», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + λάξευσις (< λαξεύω)] … Dictionary of Greek