λάγνος — lecherous masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάγνος — η, ο, θηλ. και α (AM λάγνος, η, ον, θηλ. και ος, Α και λάγνιος, ία, ον και αττ. τ. αρσ. λάγνης) επιρρεπής στις σαρκικές απολαύσεις, φιλήδονος, ηδυπαθής, ακόλαστος νεοελλ. αυτός που περιέχει ηδονική διάθεση, ηδυπαθής («λάγνα μάτια») αρχ. το ουδ.… … Dictionary of Greek
λάγνος — α, ο φιλήδονος, ακόλαστος: Τον σαγήνευσε με τη λάγνα της ματιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαγνότερον — λάγνος lecherous adverbial comp λάγνος lecherous masc acc comp sg λάγνος lecherous neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγνότατα — λάγνος lecherous adverbial superl λάγνος lecherous neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγνότατον — λάγνος lecherous masc acc superl sg λάγνος lecherous neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάγνον — λάγνος lecherous masc acc sg λάγνος lecherous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάγνων — λάγνος lecherous fem gen pl λάγνος lecherous masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάγνως — λάγνος lecherous adverbial λάγνος lecherous masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγνοτάτοις — λάγνος lecherous masc/neut dat superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγνότατοι — λάγνος lecherous masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)