- λάγιον
λάγιον, τό, dim. von λαγώς, Häschen, Xen. Cyn. 5, 13; Poll. 5, 15.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λάγιον, τό, dim. von λαγώς, Häschen, Xen. Cyn. 5, 13; Poll. 5, 15.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λάγιον — λάγιον, τὸ (Α) [λαγώς] 1. λαγουδάκι 2. επιγρ. είδος ποτηριού ή αγγείου … Dictionary of Greek
λάγιον — leveret neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λάγιον — Λάγιος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγίων — λάγιον leveret neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάγια — λάγιον leveret neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγός — Θηλαστικό, τυπικός εκπρόσωπος της οικογένειας leporidae, της τάξης των λαγομόρφων. H επιστημονική του ονομασία είναι Lepus europaeus. Ο λ. αυτός, που συχνά αποκαλείται κοινός σε αντιδιαστολή προς τα άλλα είδη του ίδιου γένους, έχει συνήθως μήκος… … Dictionary of Greek