- λάκαφθον
λάκαφθον, τό, eine gewürzige Baumrinde, die zur Bereitung des ägyptischen κῦφι gebraucht ward, vgl. νάρκαφϑον, Plut. de Is. et Os. 81.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λάκαφθον, τό, eine gewürzige Baumrinde, die zur Bereitung des ägyptischen κῦφι gebraucht ward, vgl. νάρκαφϑον, Plut. de Is. et Os. 81.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λάκαφθον — λάκαφθον, τὸ (Μ) αρωματικός φλοιός δένδρου που χρησίμευε για την παρασκευή τού αιγυπτιακού κύφι … Dictionary of Greek
νάρκαφθον — και νάσκαφθον και ναόκαφθον και νάκαφθον, τὸ (Α) ευώδης ινδικός φλοιός που χρησιμοποιούσαν ως αρωματικό θυμίαμα, ίσως το λάκαφθον τού Διοσκορίδη … Dictionary of Greek