- λάμπρυσμα
λάμπρυσμα, τό, Schmuck, Putz, B. A. 47. 71. – Auch ein glänzender Körper, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λάμπρυσμα, τό, Schmuck, Putz, B. A. 47. 71. – Auch ein glänzender Körper, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λάμπρυσμα — λάμπρυσμα, τὸ (Α) [λαμπρύνω] κόσμημα … Dictionary of Greek
λάμπρυσμα — ornament neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπρύσματα — λάμπρυσμα ornament neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαλός — ή, όν, Α 1. αυτός που λάμπει, ο λευκός 2. (κατά τον Ησύχ.) «τραυλός, κωφός, μωρός» 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ φαλός α) (κατά τον Απολλ. Σοφ.) «τὸ λάμπρυσμα τῆς περικεφαλαίας» β) (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «φαλὸς ὁ λόφος τῆς περικεφαλαίας καὶ τρυφαλεία … Dictionary of Greek